Ο Εουσέμπιο Ντα Σίλβα Φερέιρα (Eusebio Da Silva Ferreira), όπως ήταν το πλήρες ονοματεπώνυμό του, γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1942 στο Λορέντζο Μαρκές (νυν Μαπούτο) της Μοζαμβίκης, η οποία την εποχή εκείνη ήταν αποικία της Πορτογαλίας. Γιος ενός λευκού σιδηροδρομικού και μιας ντόπιας μαύρης γυναίκας, έμεινε ορφανός από μικρή ηλικία και ανατράφηκε από τη μητέρα του.
Μεγάλωσε σε μια εξαιρετικά φτωχή κοινωνία, με μόνη διέξοδο για τα νεαρά αγόρια το ποδόσφαιρο. Ο Εουσέμπιο συνήθιζε να φεύγει από το σχολείο και να παίζει ξυπόλητος το αγαπημένο του άθλημα στις αλάνες της γειτονιάς του, με αυτοσχέδιες μπάλες, φτιαγμένες από κάλτσες και εφημερίδες. Μαζί με τους φίλους του έφτιαξαν μια ομάδα που την ονόμασαν «Os Brasileiros» («Οι Βραζιλιάνοι»), προς τιμή της μεγάλης ομάδας της Εθνικής Βραζιλίας της δεκαετίας του ’50.
Γρήγορα φάνηκαν οι ποδοσφαιρικές ικανότητες του νεαρού Εουσέμπιο. Ταχύτητα, κοφτή ντρίμπλα, δυνατό σουτ και ευχέρεια στο σκοράρισμα, στοιχεία που θα τον ακολουθήσουν σε όλη του την καριέρα και θα συμβάλλουν στο χτίσιμο του θρύλου του. Το 1957 θα ανέβει σκαλοπάτι και θα ενταχθεί στο δυναμικό της τοπικής «Σπόρτινγκ Λορέντζο Μαρκές» (τροφοδότρια ομάδα της Σπόρτινγκ Λισαβώνας), αφού πρώτα είχε απορριφθεί από την «Γκρούπο Ντεπορτίβο», που προωθούσε ταλέντα στην ανταγωνίστρια της Μπενφίκα. Με την ομάδα της Σπόρτινγκ κατέκτησε το τοπικό πρωτάθλημα του Λορέντζο Μαρκές και το περιφερειακό της Μοζαμβίκης.
Το ταλέντο του διέκρινε ένας παλιός βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής, ο Ζοζέ Κάρλος Μπάουερ και τον πρότεινε στη Σάο Πάολο. Όταν αυτή τον απέρριψε, ο Μπάουερ απευθύνθηκε στον προπονητή της Μπενφίκα, Μπέλα Γκούτμαν (μετέπειτα προπονητή και του Παναθηναϊκού), ο οποίος εισηγήθηκε αμέσως την απόκτησή του στη διοίκηση των «Αετών» της Λισαβώνας. Ο Εουσέμπιο ήταν 18 ετών και η μετεγγραφή του στην Μπενφίκα πέρασε από χίλια κύματα, καθώς τον διεκδίκησε μέχρι τέλους και η Σπόρτινγκ Λισαβώνας.
Ο Εουσέμπιο έκανε την πρώτη εμφάνισή του με τα χρώματα της Μπενφίκα στις 23 Μαΐου του 1961, στο φιλικό παιχνίδι εναντίον της Ατλέτικο ντε Πορτουγκάλ, σημειώνοντας χατ-τρικ στη νίκη της ομάδας του με 4-2. Στις 10 Ιουνίου 1961 αγωνίστηκε για πρώτη φορά στο Πρωτάθλημα Πορτογαλίας κόντρα στη Μπελενένσες και πέτυχε ένα γκολ στη νίκη της Μπενφίκα με 4-0.
Με τον Εουσέμπιο στη σύνθεσή της, η Μπενφίκα κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης το 1962 και έφθασε άλλες δυο φορές στον τελικό (1965, 1968). Σημαντική ήταν η συνεισφορά του και στην Εθνική Πορτογαλίας, την οποία βοήθησε να κατακτήσει την τρίτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, που διεξήχθη στην Αγγλία. Μέχρι το 2005 ήταν ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών της Εθνικής Πορτογαλίας, με 41 γκολ, όταν ο Παουλέτα έσπασε το ρεκόρ του.
Το τελευταίο παιχνίδι του Εουσέμπιο με τη φανέλα Μπενφίκα ήταν στις 18 Ιουνίου 1975, κατά της Μικτής Αφρικής στην Καζαμπλάνκα. Ο Εουσέμπιο συνέχισε την καριέρα του στη Βόρεια Αμερική, όπου κατέκτησε το πρωτάθλημα NASL με τους Τορόντο Μέτρος το 1976. Τη διετία 1976-1978 επέστρεψε στην Πορτογαλία, όπου αγωνίστηκε με τις ομάδες Μπέιρα-Μαρ (πρώτη κατηγορία) και Ουνιάο ντε Τομάρ (δεύτερη κατηγορία). Κρέμασε τα παπούτσια του το 1979, αγωνιζόμενος με την ομάδα Νιου Τζέρσεϊ Αμέρικανς. Στη συνέχεια ανέλαβε πόστο στο ποδοσφαιρικό τμήμα της Μπενφίκα, ενώ διετέλεσε μέλος της τεχνικής επιτροπής της εθνικής Πορτογαλίας.
Ο Εουσέμπιο άφησε την τελευταία του πνοή στις 5 Ιανουαρίου του 2014, σε ηλικία 70 ετών.
Διακρίσεις:
* 638 γκολ σε 614 εμφανίσεις με την Μπενφίκα σε όλες τις διοργανώσεις.
* 3η θέση με την Εθνική Πορτογαλίας στο Μουντιάλ της Αγγλίας (1966).
* Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης με την Μπενφίκα (1962).
* «Χρυσή Μπάλλα» (1965), ως ο καλύτερος ευρωπαίος ποδοσφαιριστής.
* «Χρυσό Παπούτσι» (1968, 1973), ως ο κορυφαίος ευρωπαίος σκόρερ.
* Πρώτος σκόρερ του Πρωταθλήματος Πορτογαλίας, 7 φορές (1964, 1965, 1966, 1967, 1968, 1970, 1973).
* Πρωταθλητής Πορτογαλίας με την Μπενφίκα, 11φορές (1961, 1963, 1964, 1965, 1967, 1968,1969, 1971, 1972,1973, 1975).
* Κυπελλούχος Πορτογαλίας, 5 φορές (1962, 1964, 1969, 1970, 1972).
Πηγη: Σαν Σήμερα